- μπάνισμα
- το [μπανίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπανίζω και, κυρίως το κρυφό κοίταγμα ερωτικών περιπτύξεων ή, απλώς ημίγυμνων ανθρώπων («πάει στη θάλασσα όχι για μπάνιο αλλά για μπάνισμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας … Dictionary of Greek